- συμπροστάτης
- ὁ, Απροστάτης μαζί με άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπροστάτας — συμπροστάτᾱς , συμπροστάτης joint masc acc pl συμπροστάτᾱς , συμπροστάτης joint masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)